- αναγιγνώσκειν
- ἀναγιγνώσκεινἀναγιγνώσκωknow well: pres inf act (attic epic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἀναγιγνώσκειν — ἀναγιγνώσκω know well pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
чту — I I, см. чтить. II II, честь: почту, почесть, прочту, прочесть, чтение, почтение, почёт, почти, нареч., буквально считай, можно считать , также чётки мн. (см.), чёткий, ст. слав. чьтѫ, чисти ἀναγιγνώσκειν, σεβεῖν (Еuсh. Sin., Супр.), болг.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
εύτροχος — εὔτροχος, ον (ΑΜ), επικ. και λυρ. τ. ἐΰτροχος, ον (Α) μσν. αυτός που κινείται ελεύθερα αρχ. 1. αυτός που έχει ωραίους τροχούς ή που οι τροχοί του λειτουργούν καλά («ὃς κ ἰθύνοι ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐΰτροχον», Ομ. Ιλ.) 2. κυκλικός, ολοστρόγγυλος… … Dictionary of Greek